- ωφελίη
- ἡ, Αιων. τ. βλ. ωφέλεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὠφελίη — ὠφέλεια help fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠφελίῃ — ὠφέλεια help fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωφέλεια — η / ὠφέλεια, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὠφελία, και ιων. τ. ὠφελίη, Α [ὠφελώ] όφελος, κέρδος, απολαβή, χρησιμότητα, συμφέρον (α. «δεν υπάρχει καμιά ωφέλεια σε αυτό που κάνεις» β. «τὴν... κοινὴν ὠφελίαν... φυλάξαι», Θουκ.) αρχ. 1. (ιδίως σχετικά με… … Dictionary of Greek